ξάερφoς
Ουσιαστικό, αρσενικό



Ο στενός φίλος, ο παρέας.


Παραδείγματα

Ξάερφε, είντα που κάμνεις φίλε μου;


Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Λέγεται κυρίως μεταξύ νεαρών ανδρών, και συνήθως σε εμφανίζεται σε κλητική:  ξάερφε.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.