ξερή κκελλέ
Ουσιαστικό, θηλυκό

Αγύριστο κεφάλι, ξεροκέφαλος, αυτός που επιμένει πολύ στην άποψή του, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα, σε σημείο που να είναι εκνευριστικός.


Παράδειγμα


Συνώνυμα:

, κκελλετζ̌ής, κκελλέ κουλούμπρα, κκελλετζ̌ής

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.