ξικλατσ̆άρω[ksiˈklaʧʰːaɾe]ΡήμαΚοινή αργκόΧαλαρώνω, ησυχάζω. ΠαραδείγματαΕ παρέα, πνάσε ξικλάτσιαρε τζι εννά σχίσεις κανένα κλατσό. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Μεταφορική χρήση του ξικλατσ̆άρω "αφήνω το συμπλέκτη του αυτοκινήτου".