ξιμπαρρώννω
[ksimbarːónːo]
Ρήμα

Αφαιρώ ή μετακινώ κάτι από την θέση του.


Παραδείγματα

Γιατί εν έχουμε Internet ποιος εξιμπάρρωσε το ethernet πάλε;


Φράσεις

  • γαμώ το σ̌σ̌ίστο που σε εξιμπαρρώσε

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.