1. (πρχ) Μεταλλικό εργαλείο που χρησίμευε για να καθαρίζουν το κολλημένο ζυμάρι από τη σκάφη του ζυμώματος.


Παράδειγμα

ksistros

  1. (μτφ) Ο άξεστος, κάποιος που συμπεριφέρεται και μιλάει σαν χώρκατος.


Παραδείγματα

Ρε ξύστρο, μα πόθεν εφέραν σε τζ̌αι μιλάς έτσι χωρκάτικα.


xwraktow

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.