ξύστρος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
(πρχ) Μεταλλικό εργαλείο που χρησίμευε για να καθαρίζουν το κολλημένο ζυμάρι από τη σκάφη του ζυμώματος.
Περισσότερα ...
(πρχ) Μεταλλικό εργαλείο που χρησίμευε για να καθαρίζουν το κολλημένο ζυμάρι από τη σκάφη του ζυμώματος.