οκνιαρόσ̌σ̌υλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι πολύ τεμπέλης.


Παραδείγματα

Είσαι ένας οκνιαρόσ̌σ̌υλλος, ούτε καν εμπήκες στον κόπο να μας βοηθήσεις με τες δουλειές.


οκνιαρόσσυλλος


Συνώνυμα:

, ττεμπερχανόσ̌σ̌υλλος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.