οκνιαρόσ̌σ̌υλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι πολύ τεμπέλης.
Παραδείγματα
Είσαι ένας οκνιαρόσ̌σ̌υλλος, ούτε καν εμπήκες στον κόπο να μας βοηθήσεις με τες δουλειές.
Συνώνυμα:
, ττεμπερχανόσ̌σ̌υλλος
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι πολύ τεμπέλης.
Είσαι ένας οκνιαρόσ̌σ̌υλλος, ούτε καν εμπήκες στον κόπο να μας βοηθήσεις με τες δουλειές.