ούτσ̌αλιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Περίδρομος, μεγάλη ποσότητα φαγητού.


Παραδείγματα

Έφαα τo ούτσ̌αλιν μου πριν μισή ώρα τζ̌αι τωρά πεινώ πάλε!


Πρώτη φορά θωρώ έτσι πράμα.Τούτο το πλάσμα κάθε μέρα τρώει το ούτσ̌αλιν του τζιαι ποττέ εν βάλει κιλό πάνω του!

22

Φράσεις

  • τρώω το ούτσιαλι μου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.