ο πούρος ο ακατάλυτοςΦράσηΣεξουαλικό(πρχ) Ο πούτσος, ο βίλλος. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Στην κυπριακή ο πούρος 'το πούρο' είναι λέξη αρσενικού γένους, όπως άλλωστε και ο τσι(γ)άρος.