πέμπω
Φράση
Φράση
(μτφ) Βρίζω κάποιον, ξιτιμάζω.
Παραδείγματα
Άμαν εν σου πέμπω να μεν μου πέμπεις για την οικογένεια μου ρε άχρηστε!
Σαν εμιλούσαν άρκεψε τζ̌αι έπεμπε του για την μάνα του τζ̌αι στο τέλος επιαστήκαν.
Άμαν συνεχίσεις να με νεωριάζεις εννα σου πέψω, τζ̌αι να σου πω για τη μάνα σου τζ̌αι τον τζ̌ύρη σου.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Μεταφορική χρήση του πέμπω, που σημαίνει 'στέλνω'.