πίκρης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που βγάζει πικρία, αλλά και εχθρική διάθεση.
Παραδείγματα
Εν πολλά πίκρης ο Γιάννης. Όπου την ψευκιά, εννά την πει για εμένα να μεν με κάμουν παρέα οι υπόλοιποι.
Εν πίκρης τούτος ο γέρος, εν έσ̌ιει ευκαρίστηση που τες κόρες του τόσα που του εκάμαν, τζ̌αι λαλεί ψευκιές τωρά που εν τες έσ̌ιει ανάγκη.
Συνώνυμα:
πικράντερος, πικράντερος
Ισως και καποιος που κρατα κακια για κατι που του εκανε καποιος και περιμενει την καταλληλη στιγμη για να το ανταποδωσει....