πίττα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Αυτός που είναι πολύ μεθυσμένος.
Παραδείγματα
Που τον τζ̌αιρό που με εχώρισε η γυναίκα μου πάω στα μπαρ τζ̌αι γίνουμαι πίττα ούλλες τες νύχτες.
Ελαλούσαμε του να σταματήσει τζιαι εκατέβαζε τα ουίσκια όπως το νερό, στο τέλος έγινε πίττα.
Συνώνυμα:
, σβάρνα, τσαλάτζ̌ι, στρακόττον