πίττα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Αυτός που είναι πολύ μεθυσμένος.


Παραδείγματα

Που τον τζ̌αιρό που με εχώρισε η γυναίκα μου πάω στα μπαρ τζ̌αι γίνουμαι πίττα ούλλες τες νύχτες.


Ελαλούσαμε του να σταματήσει τζιαι εκατέβαζε τα ουίσκια όπως το νερό, στο τέλος έγινε πίττα.


Συνώνυμα:

, σβάρνα, τσαλάτζ̌ι, στρακόττον

  1. Στρίμωγμα.


Παραδείγματα

Το λεωφορείο ήταν πίττα σήμερα το πρωί τζ̌αι εν είσ̌ε τόπο να κάτσουμε.


Δα' μέσα δα εν πίττα, πάμε να φύουμε επειδή εν μπορώ τον πολλύ τον κόσμο.
DOULEPSEGAMW

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.