παπλωματάς
ΕπίθετοΟυσιαστικό, διγενές

Αυτός που κοιμάται συνέχεια, που έχει γίνει ένα με το πάπλωμα.


Παραδείγματα

Κανεί ύπνο ρε κουμπάρε, έφκα τζ̌αι λλίον έξω! Έγινες τέλεια παπλωματάς!


Πιο παπλωματά άθρωπο που σένα εν εξαναγνώρισα! Όποτε σε πιάσω τηλέφωνο τζ̌ιμάσαι!


Enfant qui dort

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.