παρασ̌έζωΡήμαΝεανική γλώσσαΥπερβάλλω, το παρακάνω. ΠαραδείγματαΤούτη η γενέκα τόσον πολλά εκουράστηκε που εν μπορεί να σταθεί ώσπου να εξυπηρετηθεί; Eπαράσ̌εσεν την φάση!