πασ̆ιάΟυσιαστικό, θηλυκόΚοινή αργκόΝεανική γλώσσαΤσιγάρο με μαριχουάνα, κάνναβη ή χασίς, μπάφος. ΠαράδειγμαΈλα ρε πελλέ κόπιασε να πιούμε καμιά πασ̆ιά να έρτουμε εις τα ωραία μας. Συνώνυμα: ψιλή, ψιλή