πασ̌οκώλα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Η χοντροκώλα, αλλά και γενικά η γυναίκα που είναι αντιαισθητικά χοντρή.
Παραδείγματα
-Έχω μίαν φίλην ελεύθερη που ψάχνει παιδίν για σοβαρό σκοπό, ξέρεις την, νομίζω ταιρκάζεται...
-Μα τζ̌είνη η πασ̌οκώλα; Ούτε να το φανταστείς! Εν της κοντεύκω!
Συνώνυμα:
, σκαρπέλα
(μτφ) Αυτή που εκμεταλλεύεται καταστάσεις για να κερδίζει χωρίς να παράγει, η χαραμοφάισσα.
Παράδειγμα
Εφέραν τούντην αργόσχολη πασ̌οκώλα στην υπηρεσία να μας δίνει εντολές.
Προέλευση
Σύνθετη λέξη, από το επιθ. πασ̌ά και το ουσ. κώλος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Σπανιότερα, παρατηρούμε χρήση της λέξης ως προσδιοριστικού: Πέταξα την πασιοκώλα τβ μου και πηρα με δόσεις LED.