πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Γριά γυναίκα σε κακή διανοητική και σωματική κατάσταση, πατσόγρια.
Παραδείγματα
Άκου ποτζ̌ί την πατσ̌ιοκοτζ̌ακάρη, γυρεύκει κρέμα προσώπου!
Η πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη φυλάει τα ριάλια της, ένα τα πάρει μιτά της νομίζει.
Πώς γίνεται να βρίσκω το λήμμα "πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη" (που είναι σύνθετη λέξη) και να μη βρίσκω τα λήμματα "κοτζ̌άκαρη" (γριά) και "κοτζ̌ακαρού(α)" (γριούλα);
Επειδή πρόκειται για λεξικό της κυπριακής σλανγκ και όχι όλων των κυπριακών λέξεων.