πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη
Ουσιαστικό, θηλυκό

Γριά γυναίκα σε κακή διανοητική και σωματική κατάσταση, πατσόγρια.


Παραδείγματα

Άκου ποτζ̌ί την πατσ̌ιοκοτζ̌ακάρη, γυρεύκει κρέμα προσώπου!


Η πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη φυλάει τα ριάλια της, ένα τα πάρει μιτά της νομίζει.


Γράψτε απάντηση στο makats Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

2 σκέψεις για “πατσ̌ιοκοτζ̌άκαρη