παττίχα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Το καρπούζι, ο καρπός της καρπουζιάς.

  1. (μτφ.) Το άδειο και ανόητο κεφάλι, η κεφάλα.

  1. (στο ποδόσφαιρο) Η τρίπλα κάτω από τα πόδια ενός αντίπαλου παίχτη, η ποδιά.


Παράδειγμα

Ο μπακ μας ο δεξής εν για τα κάτσαρα! Είδες ίντα παττίχαν του εταΐσαν;

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Με τη μεταφορική σημασία, η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα σύνθετα και εκφράσεις, π.χ.  χάννει η παττίχα σου σημαίνει "δεν πας καλά".


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “παττίχα