πελλεύκω
Ρήμα

  1. Φέρομαι με τρόπο που νομίζω ότι με κάνει να φαίνομαι σπουδαίος.


Παράδειγμα

Νομίζω επέλλεψε για να του διούμε σημασία.

  1. Παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, ενθουσιάζομαι σε υπερβολικό βαθμό.


Παραδείγματα

Ρε φίλε, μεν πελλεύκεις! Τζ̌αι εγώ χάρηκα που έχουμε μια δωρεάν μπουκάλα κρασί, αλλά εν σημαίνει ότι πρέπει να την  σ̌ιονώννουμε χαμέ.


Σαν να τζ̌ ΄επέλλεψες; Κάμνεις πολλά το σπουδαίο.

Προέλευση

Από το επιθ. πελλός.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.