πελλοκίκκιροςΕπίθετοΚοινή αργκόΑυτός που δεν κάνει τίποτα σωστά, που είναι μαννός. ΠροέλευσηΣύνθετη λέξη από το επιθ. πελλός και το ουσ. κίκκιρος 'κουφιοκέφαλος".