πελλός
Επίθετο
Επίθετο
Τρελός, ψυχοπαθής.
Παράλογος, ασύνετος ή παράξενος.
Φράσεις
- είντα πελλός που είμαι
- παίζω πελλόν
- ρε πελλέ (μου)
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Λέξη με εξαιρετικά ψηλή συχνότητα εμφάνισης στην κυπριακή διάλεκτο, σχηματίζει πολλά παράγωγα και συμμετέχει σε παγιωμένες εκφράσεις. Η πολύ συχνή χρήση έχει αποφορτίσει τη λέξη από την αρνητική της σημασία και της έχει επιτρέψει να χρησιμοποιείται ως οικεία προσφώνηση ή ως ήπια, σχεδόν τρυφερή, επίπληξη: Ρε πελλέ μου, εν φανερό ποιος ΔΕΝ είναι ήρεμος εδώ τζαι κόψε τις βρισιές.