πελλός
Επίθετο

  1. Τρελός, ψυχοπαθής.

  1. Παράλογος, ασύνετος ή παράξενος.

Φράσεις

  • είντα πελλός που είμαι
  • παίζω πελλόν
  • ρε πελλέ (μου)

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Λέξη με εξαιρετικά ψηλή συχνότητα εμφάνισης στην κυπριακή διάλεκτο, σχηματίζει πολλά παράγωγα και συμμετέχει σε παγιωμένες εκφράσεις. Η πολύ συχνή χρήση έχει αποφορτίσει τη λέξη από την αρνητική της σημασία και της έχει επιτρέψει να χρησιμοποιείται ως οικεία προσφώνηση ή ως ήπια, σχεδόν τρυφερή, επίπληξη: Ρε πελλέ μου, εν φανερό ποιος ΔΕΝ είναι ήρεμος εδώ τζαι κόψε τις βρισιές.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.