πετσίν τζ̌αι κόκκαλον
Φράση

Αυτός που είναι υπερβολικά αδύνατος.


Παραδείγματα

Η καημένη η κορούα ήταν ένα μήνα άρρωστη τζ̌αι έτρωεν μόνο σούππες. Άμαν την δεις έμεινε πετσί τζ̌αι κόκκαλο.


Κόρη μου, μα μένεις νηστιτζ̌ή τζ̌ικάτω που σπουδάζεις; Έγινες πετσί τζ̌αι κόκκαλο.

 


Συνώνυμα:

ξεραντζ̌ιάρης, καννίν, ξεραντζ̌ίάρης, -ισσα -ιν/-ικον, καννί

Αντώνυμα:

λόττα, βόρτος, βόρτισσα, λόττα, βόρτος, βόρτισσα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.