πιππάλλιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Ο γλείφτης, αυτός που συμπεριφέρεται δουλικά και κολακεύει τους ανώτερους με στόχο να κερδίσει κάτι από αυτούς.

 

 


Παράδειγμα

Μα δε το πιππάλι ρε, πάλε εν να φκεί υπηρεσιακό και εγιώ μιαν εφτομά εν τα κατάφερα να πιάω 'κόμα!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.