πισ̆σ̆ιάΟυσιαστικό, ουδέτεροΠαιδική γλώσσαΤσίσια, ούρα. Παράδειγμα[...] είμαι νηπιαγωγός και ειχα 32 μωρά κάθε μέρα να μου λεν παράπονα και απορίες [...] "κυρία έρκεσαι μαζί μου να κάμω πισσιά;" Παράδειγμα