πιστόκλα
[piˈstokla]
Ουσιαστικό, θηλυκό
[piˈstokla]
Ουσιαστικό, θηλυκό
Είδος παιδικού αυτοσχέδιου νεροπίστολου.
Σημειώσεις
Το παιχνίδι αυτό λειτουργούσε περίπου όπως λειτουργεί η τρόμπα. Έπαιρναν μία σωλήνα, έκλειναν τη μία της μεριά και από την άλλη τη γέμιζαν νερό. Στη συνέχεια ασκούσαν πίεση με ένα μεταλλικό έμβολο και το νερό έβγαινε με πίεση από μία μικρή τρύπα.