πισωκώλινΟυσιαστικό, ουδέτεροΜειωτικόΣεξουαλικόΠρωκτικό σεξ. Κατάσταση δυσάρεστη και επώδυνη. ΠαραδείγματαΈσιει 32 χρόνια γαμούν μας πισοκώλι οι Τούρκοι και ακόμα να αλλάξουμε στάση τζιαι τίποτε δεν είπαμε. Αντιθέτως χαζίριν να φωνάξουμεν πως θέλουμεν τζιαλλο. Εφάμε την πισοκώλι στο χρηματηστήριο τζιαι μετά που ένα άχχα-ούχχου εσυνηθίσαμε τζιαι εφάμεν την αντάρα.