ποζαύλιν
Ουσιαστικό



Αυτός που έχει μαυρίσει πάρα πολύ, που έχει γίνει σαν κάρβουνο.


Παραδείγματα

Έσ̌ει τόσες ώρες κάθεται κάτω που τον ήλιο. Έγινεν ποζαύλιν.


Είπεν μου ότι εγίνηκα ποζαύλιν. Επειδή έπιασα παραπάνω χρώμα δηλαδή;

Resizer-n60


Συνώνυμα:

, κατράς

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.