πομπάρουμαι
Ρήμα

  1. Γεμίζω ασφυκτικά, πήζω από κάτι που παίρνω ή κάνω σε υπερβολική ποσότητα.


Παράδειγμα

  1. Γυμνάζομαι έτσι ώστε να 'φουσκώσω', να αποκτήσω μύες που διαγράφονται έντονα.


Παράδειγμα

πομπάρουμαι

Προέλευση

Παράγωγο της λ. πόμπα 'αντλία, τρόμπα' (< ιταλ. pompa ή γαλλ. pompe), που στα κυπριακά είναι ομώνυμη με την πόμπα 'βόμβα'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η ενεργητική  μορφή του λήμματος, πομπάρω, με τη σημασία 'αντλώ', δεν έχει αργκοτική χρήση.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.