ποτσίαρον
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που είναι πολύ μικροκαμωμένος, η μισοριξιά.


Παράδειγμα

Ρε ο Αντρέας μπροστά σου ένι σαν το ποτσίαρο, είσαι πολλά μιάλο κορμί.


Συνώνυμα:

, φτίρης

Αντώνυμα:

, κορμί

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.