πουλλαόφωνος, -η -ονΕπίθετοΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που έχει λεπτή φωνή. ΠαράδειγμαΚότζ̌αμου γιος έγινε, αλλά εν πουλλαόφωνος.