πουλλαόφωνος, -η -ον
Επίθετο

Αυτός που έχει λεπτή φωνή.


Παράδειγμα

Κότζ̌αμου γιος έγινε, αλλά εν πουλλαόφωνος.
Κότα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.