πουλλούιν του βάτου
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που κάθεται ήσυχος επειδή φοβήθηκε κάποιον ή κάτι.


Παράδειγμα

Έκαμνεν ούλλην  την ώρα φασαρία τζ̌αι μόλις είδεν τον τζ̌ύρη του έμεινε σαν το πουλλούι του βάτου.
poulloui tou vatou

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.