πουρέκκα
Ουσιαστικό, διγενές

Γλυκιά και συμπαθητική κοπέλα.


Παραδείγματα

Προέλευση

Από το πουρέκκιν (< τούρκ. börek), είδος γλυκού.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Ενώ το αντίστοιχο αρσενικό ουσιαστικό, πούρεκκος, καταγράφεται κυρίως ως χαρακτηρισμός, το θηλυκό μπορεί να χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.