πουρέκκα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Γλυκιά και συμπαθητική κοπέλα.
Παραδείγματα
Θέλω να βαφτίσω την πουρέκκα μου ελληνικό όνομα, να φαίνεται η καταγωγή της.
Προέλευση
Από το πουρέκκιν (< τούρκ. börek), είδος γλυκού.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Ενώ το αντίστοιχο αρσενικό ουσιαστικό, πούρεκκος, καταγράφεται κυρίως ως χαρακτηρισμός, το θηλυκό μπορεί να χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση.