ππουσ̌τόμπιλης
Ουσιαστικό, αρσενικό



  1. Αυτός που έχει αγγλική καταγωγή.


Παράδειγμα

Μα δε ρε ο πουσ̌τόμπιλης ήρτεν μου τζ̌αι διακοπές στην Κύπρο.

  1. Αυτός που δεν έχει θάρρος, που είναι άτολμος.


Παράδειγμα

Ρε μεν είσαι τέλια πουσ̌τόμπιλης. Πήαιννε να μιλήσεις ρε της κορούας αφού σου αρέσκει.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.