πουτανούαΟυσιαστικό, θηλυκόΠουτανίτσα, μικρή ή χαριτωμένη πουτάνα. ΠροέλευσηΑπό το ουσ. πουτάνα με προσθήκη της υποκοριστικής κατάληξης -ού(δ)α.