πουτανούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Πουτανάκι, νεαρή πουτάνα ή γενικότερα νεαρή γυναίκα που κάνει κακή εντύπωση με τη συμπεριφορά της.
Νεαρός ομοφυλόφιλος προσκολλημένος σε κάποιον μεγαλύτερο.
Παράδειγμα
- [...] ξέρεις πόθεν εφκύκε ο μύθος του Υδροχόου; - Όι.
- Που τον Γανημύδη. Ξέρεις ποιος ήταν τούτος; - Όι.
- Το πουτανούι του Δία!!! Έχυνε κρασί τους θεούς τα απογεύματα και την νύχτα ο Δίας 'έχυνε' του άλλα πράματα!
Προέλευση
Από το ουσ. πουτάνα με προσθήκη της υποκοριστικής κατάληξης -ού(δ)ιν.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα λέξης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου ως χαϊδευτικό και ως μειωτικό, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.