πουτανού
Ουσιαστικό, θηλυκό

Πουτανίτσα, χαριτωμένη πουτάνα.

Προέλευση

Από το ουσ. πουτάνα με προσθήκη της υποκοριστικής κατάληξης -ού.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Δεν είναι σαφές αν το -ου είναι ανεξάρτητο παραγωγικό επίθημα ή αν προέρχεται από αποκοπή της τελευταίας συλλαβής του -ούδα. Στη σημερική μορφή της γλώσσας τα δύο αυτά συνυπάρχουν και φαίνεται ότι η χρήση τους είναι συμπληρωματική: δεν θα πούμε π.χ. για την οικιακή βοηθό "έχουμεν μαυρούα έσσω μας", αλλά "έχουμεν μαυρούν". Βλ. και Κ. Χατζηιωάννου, Γραμματική της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, 1999, σ. 34 όπου το -ου αναλύεται ως μόρφημα διαφορετικό από το -ούδα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.