πουττόσ̌ειληΟυσιαστικό, ουδέτεροΣεξουαλικόΤα χείλη του πούττου, τα μουνόχειλα. ΠροέλευσηΣύνθετη λέξη, από το πούττος και χείλη. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Μόνο στον πληθυντικό.