που τον τζ̆αιρόν του Άτσ̆ουτσ̆ου
[pu ton tʃeˈron tu ˈatʃːʰutʃːʰu]
Φράση
[pu ton tʃeˈron tu ˈatʃːʰutʃːʰu]
Φράση
Από πολύ παλιά, από τον καιρό του Νώε.
Παραδείγματα
Συνώνυμα:
, που τον τζ̆αιρόν του Κουτσ̆ούκκη
Περισσότερα ...
Από πολύ παλιά, από τον καιρό του Νώε.