πούρεκκοςΟυσιαστικό, αρσενικόΚοινή αργκόΩραίος νεαρός, γλύκας. ΠαραδείγματαΣε είδα στο «Costa Coffee» στο Mall της Πάφου, να πίνεις καφέ με τον συνάδελφό σου -έναν ψηλό από την Αφρική. Είσαι ένας πούρεκκος με το μούσι και το κασκόλ σου. Τον ένα ούτε που τον εκατάλαβα. 'Εσασε μαλλί, εφόρησε φακούς, έβαλε ωραιό πουκαμισούι. Έγινε με λία λόγια σωστός πούρεκκος. ΠροέλευσηΑπό το πουρέκκιν (< τούρκ. börek), είδος γλυκού.