πούττος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Μουνί, γυναικείο γεννητικό όργανο.
Παράδειγμα
Αυτός που είναι δειλός, άτολμος.
Παραδείγματα
Ρε φίλε, μεν είσαι τέλεια πούττος, πήαινε μίλα της κοπελλούας.
Πρόεδρε, αν παραιτηθείς τωρά, είσαι πούττος!
Προέλευση
Από την ιταλική λέξη putta 'πόρνη'.
Στο παράδειγμα πιο πάνω νομίζω ότι η λέξη "πήαιονε" χρειάζεται ορθογραφική διόρθωση.
Διορθώθηκε κι ευχαριστούμε πολύ!