ππακλαβάς
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι αργόστροφος, βλάκας.
Παράδειγμα
Ρε μα εν ακούεις τι σου λαλώ; Είσαι τέλεια ππακλαβάς τελικά!
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι αργόστροφος, βλάκας.
Ρε μα εν ακούεις τι σου λαλώ; Είσαι τέλεια ππακλαβάς τελικά!