ππακλαβάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι αργόστροφος, βλάκας.


Παράδειγμα

Ρε μα εν ακούεις τι σου λαλώ; Είσαι τέλεια ππακλαβάς τελικά!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.