ππαλαζούϊν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
(μτφ) Όμορφη γυναίκα.
Παραδείγματα
Απέναντι που το σπίτι μου μετακόμισε ένα παλαζούϊν, μια κουκλάρα που εν παίζεται.
Συνώνυμα:
, κουτσόφτερο
Αντώνυμα:
, άσ̌ιημη
Προέλευση
Υποκοριστικό του ππαλάζιν 'νεοσσός πέρδικας ή περιστεριού'.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Κυριολεκτικά ππαλαζούϊν σημαίνει παπαγαλάκι, η αργκοτική σημασία της λέξης εμφανίζεται μετά το 2000.