ππισσαρκά
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Άνθρωπος φιλάργυρος, τσιγκούνης.
Παραδείγματα
Μα βλέπε την ππισσαρκά, επήεν με την γεναίκαν του για φαΐ τζ̆αί άφηκεν την να πληρώσει.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Στην κοινή κυπριακή, η λέξη αυτή, που είναι ο θηλυκός τύπος του πίσσης, αναφέρεται σε γυναίκες.