ππουνιάςΟυσιαστικό, αρσενικόΕιρωνικόΝεανική γλώσσαΧαρακτηρισμός προσώπουΨεύτης, υπερβολικός σε αυτά που λέει, λαφαζάνης. ΠαραδείγματαΕίπεν μας ο Σπαλιάρας ότι επήεν με 4000 γυναίκες, ο ππουνιάς. Οι περισσότεροι κυνηγοί και ψαράδες είναι μεγάλοι πουνιάες. ΠροέλευσηΠαράγεται από το ππουνιά 'ψέμα', με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας.