ππουσ̆λίκκιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παραδείγματα
Συνώνυμα:
, ππουσ̆λίκκιν
Ανέντιμη, ύπουλη πράξη ή συμπεριφορά.
Παραδείγματα
Κωλοκατάσταση, ρημάδι, υπόθεση που μας γίνεται βάρος.
Παράδειγμα
Αντικείμενο μικρού μεγέθους ή χωρίς ιδιαίτερη αξία.
Παράδειγμα
Έδωκεν μου τούτο το ππουσ̆λίκκι τζαι δεν ξέρω πώς δουλέφκει.