πόμπα
ΕπίθετοΕπίρρημα

  1. (ως άκλιτο επίθετο) Αυτός που είναι καταπληκτικός, τέλειος.


Παραδείγματα

Μεγάλη επιτυχία η σούβλα σήμερα, ήταν πόμπα!


Πόμπα φάση!Ακυρώθηκε το μάθημα αύριο!

  1. (ως επίρρημα) Καταπληκτικά, τέλεια, τζάμι.


Παράδειγμα

- Αν χρειάζεσαι βοήθεια με τα μαθηματικά, μπορώ να έρθω αύριο να διαβάσουμε μαζί. - Πόμπα!

Φράσεις

  • ούτε με πόμπες
  • πόμπα σ̌σ̌ίσ̌σ̌ι
  • όπως την πόμπαν

Προέλευση

Από την ηχομιμητική ιταλ. λέξη bomba 'βόμβα'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη μπόμπα εμφανίζεται και στην αργκό της κοινής νέας ελληνικής, δεν έχει όμως την ίδια σημασία.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.