ρεζίλας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που γίνεται ρεζίλι, που ντροπιάζεται και γελοιοποιείται με τις πράξεις του.
Παράδειγμα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Πιθανόν δανεισμένο από το νεοελληνικό ρεζίλας, επίσης αργκοτικό.
Περισσότερα ...
Αυτός που γίνεται ρεζίλι, που ντροπιάζεται και γελοιοποιείται με τις πράξεις του.
Πιθανόν δανεισμένο από το νεοελληνικό ρεζίλας, επίσης αργκοτικό.