σ̆ίσκας[ˈʃiskas]ΕπίθετοΚοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΠολύ χοντρός, κοιλαράς. Παράδειγμαshiskas = fat person, or to break, not very nice word (lol)