σ̌έζομαι (πάνω μου)ΦράσηΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασης(μτφ) Χέζομαι, τα κάνω επάνω μου από το φόβο. ΠαραδείγματαΕπήα να μπω μες το αυτοκίνητο τζ̌αι επετάχτηκε ο βρωμόκαττος που τους θάμνους τζ̌αι εσ̌έστηκα πάνω μου.