(μτφ) Χέζομαι, τα κάνω επάνω μου από το φόβο.


Παραδείγματα

Επήα να μπω μες το αυτοκίνητο τζ̌αι επετάχτηκε ο βρωμόκαττος που τους θάμνους τζ̌αι εσ̌έστηκα πάνω μου.


εσιεστηκα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.