σαντανωσ̌ιάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που αναστατώνει τους πάντες δημιουργώντας παρεξηγήσεις και μπερδέματα μεταξύ ανθρώπων και καταστάσεων.


Παραδείγματα

Εν σαντανοσ̌ιάς τελικά ο Μάριος, έσυρε την σπόντα του, αναστάτωσε μας και έφυε!


Είμαι τέλεια σαντανοσ̌ιάς, άλλα λαλώ τζ̌αι άλλα εννοώ.


Είσαι τέλεια σαντανοσ̌ιάς, αναστάτωσες τα πράματα μές την παρέα μετά που το κομπλιμέντο σου στην Έλενα.

Προέλευση

Από το ουσ. σαντανωσ̌ιά 'μπέρδεμα, θολούρα' και το παραγωγικό επίθημα -ας.

Σημειώσεις

Χρησημοποιούνται επίσης οι φράσεις  “μας μπέρδεψε”, ”μας ανακάτεψε”.

Η σαντανωσ̌ιά είναι όταν κάτι έκανα λάθος και μπέρδεψα τα πράγματα σε μια κατάσταση ή με ένα άτομο. 

Με την ίδια λογική  το ίδιο και για το σαντανώνω. Όταν εγώ μπερδεύω, ανακατεύω τα πράγματα και τις καταστάσεις.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.